αμαυρά

αμαυρά
(amaura).Επιστημονική ονομασία γένους γαστεροπόδων μαλακίων της οικογένειας των νατικιδών της τάξης των νηριτοειδών. Τα μαλάκια αυτά εμφανίστηκαν πριν από 60 εκατ. χρόνια και πολλά είδη τους ζουν έως τις μέρες μας. Βρίσκονται στους βυθούς των θαλασσών και τρέφονται κυρίως με μύδια, τρυπώντας το κέλυφός τους με τη βοήθεια του ξύστρου τους. Έχουν στρογγυλωπό και λείο όστρακο, και ημικυκλικό άνοιγμα με λεπτά χείλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀμαυρά — ἀμαυρός dark neut nom/voc/acc pl ἀμαυρά̱ , ἀμαυρός dark fem nom/voc/acc dual ἀμαυρά̱ , ἀμαυρός dark fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαυράν — ἀμαυρά̱ν , ἀμαυρός dark fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαυράς — ἀμαυρά̱ς , ἀμαυρός dark fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”